- υπασπιστής
- ο / ὑπασπιστής, ΝΜΑ, θηλ. υπασπίστρια Ννεοελλ.1. αξιωματικός τοποθετημένος ως έμπιστος ακόλουθος και γραμματέας ανώτερου στρατιωτικού διοικητή, ιδίως αρχηγού επιτελείου2. ανώτερος αξιωματικός που συνοδεύει τιμητικά τον αρχηγό τού κράτους («υπασπιστής τού Προέδρου τής Δημοκρατίας»)μσν.-αρχ.μτφ. υπερασπιστής, υποστηρικτής («τῶν διεστραμμένων δογμάτων ὑπασπισταί», Κύριλλ.)αρχ.1. οπλίτης που έφερε την ασπίδα, ασπιδοφόρος σωματοφύλακας και ακόλουθος αξιωματούχου ή ηγεμόνα («τίς ὑπασπιστῶν ἄγρυπνος βασιλέως», Ευρ.)2. (γενικά) βοηθός, προστάτης3. στον πληθ. οἱ ὑπασπισταίεκλεκτό σώμα τού μακεδονικού στρατού στο οποίο ανήκαν οι πεζοί σωματοφύλακες, οι οποίοι ονομάστηκαν έτσι επειδή έφεραν ασπίδες («τῶν δὲ πεζῶν πρώτους μὲν ἔταξε τοὺς ὑπασπιστάς», Διόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπασπίζω. Το θηλ. ὑπασπίστρια μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.